- επακολουθητικός
- ἐπακολουθητικός, -ή, -όν (Α) [επακολουθώ]ο ικανός ή κατάλληλος ή αρμόδιος να επακολουθεί («ἐπακολουθητική δύναμις», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπακολουθητικός — capable of following masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακολουθητική — ἐπακολουθητικός capable of following fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακολουθητικήν — ἐπακολουθητικός capable of following fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακολουθητικῶς — ἐπακολουθητικός capable of following adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)